- δροσερῷ
- δροσερόςdewymasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δροσερῶι — δροσερῷ , δροσερός dewy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)